|
II незастрахованный; έχω τό σπίτι ~ο — [phrase]мой дом не застрахован[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово незастрахованный? — ασφάλιστος как с (ново)греческого переводится слово ασφάλιστος? — незастрахованный — τραυλίζω — αρχικώς — ακοομέτρηση — συχωριανός — ρόφηση — θωπεία — κατάξερος — αμάτιαστος — περιχαράκωμα — συνταύτιση — σταφυλοζάχαρο — ανατίναγμα — γδάρμα — αλλότριος — γιδοτόπι — αντικειμενιστής — απόγευμα — ιπποπαραγωγός — άθαπτος — ξιπάζω — αψιφιά |
|||