|
το кроссворд; λύνω ~ — решать кроссворд #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово кроссворд? — σταυρόλεξο как с (ново)греческого переводится слово σταυρόλεξο? — кроссворд — ψόφος — παιδιάρισμα — δασίλα — χειροθεσία — χαλκόστομος — κούμπωμα — νεοπαγής — ελαιογραφώ — βεργολυγώ — παραγοντίζω — αγουροξύπνητος — Ιταλιάνα — αντροκαλώ — μίκι-μάους — γυναικομάνι — εξαμηνιαίος — υστερόχρονος — παραχειμάζω — βρουχίζω — πασσαλόπηκτος — πνίγω |
|||