|
το ступень, ступенька #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ступень? — σκαλούνι как на (ново)греческом будет слово ступенька? — σκαλούνι как с (ново)греческого переводится слово σκαλούνι? — ступень, ступенька — εφτακόσιοι — φάλκόνι — αμαχαίρωτος — αδαμαντοποίκιλτος — αλεώριον — τομάτα — ανεξευγένιστος — ζωογόνος — αλεπουνουρά — αποβαρβαρωμένος — ελευθεροστομία — άγος — ταπεινωτικώς — σκληράδα — μερικό — αξεφλούδιαστος — φιλάδελφος — διανοούμενη — περιμένω — λενινιστής — ρόβη |
|||