|
η анат. аорта #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово аорта? — αορτή как с (ново)греческого переводится слово αορτή? — аорта — τρισδιάστατος — στύλ — τρομακτικά — κοχλιόκρανον — διαπερώ — ρετσινόλαδο — ζητάω — ανάπτυξη — ορθοστασία — ραφιδογραφία — δημογραφία — οκνηρός — ανυφαντό — ματαράς — αντάρτης — ενέχω — παρενέπεσα — φυτοτεχνία — μπαλταδάκι — πρωτομαθαίνω — βουτυράπιδο |
|||