|
пенсионер, пенсионерка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пенсионер? — συνταξιούχος как на (ново)греческом будет слово пенсионерка? — συνταξιούχος как с (ново)греческого переводится слово συνταξιούχος? — пенсионер, пенсионерка — παράλλαξις — στεναχωριέμαι — επιστημονικοφανής — κυκλικός — δακνομανία — εξευτελιστής — πετρολογία — ντήζελ — μαθητευόμενος — σιτάλευρο — γνήσιο — αλεξίπυρος — πηγή — προστακτική — συγκαταβατικώς — παραληρηματικώς — αγιομάτιστος — καπιταλίστρια — γεάνθρακος — συντεχνιακός — όζον |
|||