|
бран. тупой, дегенеративный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово тупой? — μαλαιασμένος как на (ново)греческом будет слово дегенеративный? — μαλαιασμένος как с (ново)греческого переводится слово μαλαιασμένος? — тупой, дегенеративный — καθολικό — μακαρονάς — πλινθοποίηση — καρρό — αλήθεια — επιπολαιότητα — ευκίνητος — ευφρόσυνος — μονοφάγος — αζύγιστος — αμυγδαλοειδής — Γιαπωνέζος — μπασίδι — ψησταριά — υποκινητής — συντεταγμένες — στρατοκόπος — κουσελιάρα — απείραστος — στειρεύω — εκπατρίζω |
|||