|
прям., перен. гипнотизировать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово гипнотизировать? — υπνωτίζω как с (ново)греческого переводится слово υπνωτίζω? — гипнотизировать — πρωθυπουργικός — λάγανον — περιμάζωμα — ζυθοπότης — σιδηροδοκός — χασεδένιος — σκωτσέζικος — ερημοκλησιά — δρυοδεψικό — ελώδης — συναντιέμαι — ψηφίδα — ακατάστρωτος — εδεήθην — ξεγνοιάζομαι — χλώρη — αντίτυπος — μαρινάτος — ανάκλιντρον — άβρωμος — στεντόρειος |
|||