Новогреческий словарь
μητριαρχικός
μητριαρχικός
матриархальный
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
матриархальный
? —
μητριαρχικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
μητριαρχικός
? — матриархальный
#
(ново)греческий словарь
—
κοντυλογραμμένος
—
παρωθώ
—
ανεπίχριστος
—
εξέρχομαι
—
αναπόσβεστος
—
πετυχημένα
—
Κεραμείς
—
ευμετακόμιστος
—
αστρονομικά
—
γεννητός
—
Λεττονός
—
δραματοποιημένος
—
θεμέλιο
—
επίνεμα
—
χειριστικός
—
αναζητάω
—
αναδεύω
—
ιστιοποιία
—
αλογόμυλος
—
αναπόγραφος
—
αργοταξιδεύω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве