|
неквалифицированный; ~ εργάτης — чернорабочий, разнорабочий #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово неквалифицированный? — ανειδίκευτος как с (ново)греческого переводится слово ανειδίκευτος? — неквалифицированный — μπουμπούκα — χαλκοχοχική — υγρόληκτος — σαβάλη — ασφαλτόστρωμα — κουλτούρα — φλοκάτη — παρατείνω — γαλακτοδίαιτα — υπέρμαχος — αστρονομώ — επιτραπέζιος — εισαγωγικά — τιμαρεύω — νανούρισμα — ναυτόπαις — αλληλομάχος — λάκτισμα — ριζοτομία — ξερογλείφομαι — αρτοδοσιά |
|||