|
το гнилой лимон; === τόν πήραν μέ τά ~α — [phrase]его забросали гнилыми лимонами, тухлыми яйцами, его ошикали, освистали[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово гнилой лимон? — σαπιολέμονο как с (ново)греческого переводится слово σαπιολέμονο? — гнилой лимон — αμβλύωψ — συνιστώμαι — δεκατριετής — ξεσβέρκωμα — κοσμηματοθήκη — σκαμπαβία — ασύμφορος — φραγκόσυκο — διαμπερώς — χιλιετηρίδα — ασχημόπαπο — αιμοπτυσία — θρηνητικός — παιδιατρική — αεριοπαραγωγός — πατούσα — ευκολοχώνευτος — μουσκάρι — εναλλακτήρ — εξιδρωτικός — υπόδερμα |
|||