επιπεφυκίτις

формы словаβ
επιπεφυκίτις
(-ιδος) η мед. коньюнктивит



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово коньюнктивит? — επιπεφυκίτις
как с (ново)греческого переводится слово επιπεφυκίτις? — коньюнктивит


ομονοώενουρώσυμπυκνωτικόςχαλκοτοπίασουρτούκααζηλότυποςνεότευκτοςδεσμόςγαριδούλααντιψύχιμισοσβημένοςχαϊδιάρικοςτέμενοςδιευκρινώυποτροπιάζωνμουθουνίζωποίκιλμακρανιοσκοπικόςενεχυρόγραφονπαρασπόνδησιςτρίπτυχος




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit