Новогреческий словарь
μήλιγγας
μήλιγγας
ο 1)
висок
;
2)
разум
;
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
висок
? —
μήλιγγας
как на
(ново)греческом
будет слово
разум
? —
μήλιγγας
как с
(ново)греческого
переводится слово
μήλιγγας
? — висок, разум
#
(ново)греческий словарь
—
παζαρίσιος
—
αναδεχτούρι
—
ιδιορρυθμία
—
καταδιωκτικός
—
δίκυκλον
—
εξάωρος
—
αξέταστος
—
καθωσπρεπισμός
—
σταυραδερφός
—
γλυκόηχος
—
λεοντόκαρδος
—
γλωσσοκοπανίζω
—
κινησιολογία
—
λαιμικός
—
διπλασιάζω
—
χρυσαφένιος
—
βούρα
—
στάλος
—
εμβολισμός
—
δόμος
—
τάρα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве