Новогреческий словарь
τρακτέρ
τρακτέρ
ο, τό
трактор
;
αλυσοφόρο ~ — гусеничный трактор
;
τροχοφόρο ~ — колёсный трактор
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
трактор
? —
τρακτέρ
как с
(ново)греческого
переводится слово
τρακτέρ
? — трактор
#
(ново)греческий словарь
—
μπρουνελιά
—
γενέτειρα
—
χαζοκουβέντα
—
πορτοκαλλεώνας
—
έπαινος
—
μέν
—
απόγειο
—
ανεπιτήδευτος
—
οξυά
—
γραπώνω
—
ανεπιμιξία
—
ελληνοφοβίο
—
αλωπεκίζω
—
σύγκαμα
—
διαθλαστικός
—
ανεγκλιμάτιστος
—
επερωτώ
—
άπορος
—
μπαλώνομαι
—
λιθοξοϊκός
—
αλγερινός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве