Новогреческий словарь
ελαφρούτσικος
ελαφρούτσικ|ος
1)
лёгонький
;
2)
глупенький
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
лёгонький
? —
ελαφρούτσικος
как на
(ново)греческом
будет слово
глупенький
? —
ελαφρούτσικος
как с
(ново)греческого
переводится слово
ελαφρούτσικος
? — лёгонький, глупенький
#
(ново)греческий словарь
—
αναπιάνω
—
πλάγια
—
περγαμηνή
—
τρέχων
—
βατεύω
—
αστεράτος
—
βροντοχτύπημα
—
υπερχρονισμός
—
στομάχι
—
λουλουδού
—
ηπατεκτομή
—
πρόβλεψη
—
πηγαδάς
—
βαμβακομέταξος
—
αερομετρητής
—
σαβάλη
—
μισάζω
—
βολάν
—
χρεώνω
—
επιστέγαση
—
λιθοβολισμός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω