ηλεκτροφώτιστος

формы словаβ
ηλεκτροφώτιστος



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово ηλεκτροφώτιστος? —


πρόσφατονκαταφαίνομαιβαρυντικόςκαρσίευκολομεταχείριστοςιατροσυμβούλιοφακίρηςευδόκησηάνυδροςασπαργάνωτοςαπέθαντοςξυλάγγουροεξωμερίτισσαανάβωλακάωπεριβόλιενδοτικόςυγρογράφοςφουσκαλιάζωαχάραγοςβοριάς




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit