|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ηλεκτροφώτιστος? — — πρόσφατον — καταφαίνομαι — βαρυντικός — καρσί — ευκολομεταχείριστος — ιατροσυμβούλιο — φακίρης — ευδόκηση — άνυδρος — ασπαργάνωτος — απέθαντος — ξυλάγγουρο — εξωμερίτισσα — ανάβω — λακάω — περιβόλι — ενδοτικός — υγρογράφος — φουσκαλιάζω — αχάραγος — βοριάς |
|||