|
ο горихвостка (птица) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово горихвостка? — κοκκινόκωλος как с (ново)греческого переводится слово κοκκινόκωλος? — горихвостка — ξιδερά — παραινώ — σιμά — ανοιχτός — ασβέστωμα — παρακάνω — αχρήζω — τελευτώ — αστόμωτος — τουρκικός — μολυβδουργία — αστερώνω — ευθυμογραφικός — μπάσκετμπολ — στεάτινος — πελάγιος — εξπρεσσιονιστής — άστροφος — μοράβια — αγκάλη — γλυκαπαντάω |
|||