|
(-ίδος) η мор. кильсон #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово кильсон? — σταθμίς как с (ново)греческого переводится слово σταθμίς? — кильсон — αποκτηνωτικός — αρνιούμαι — βουτάω — σταλίστρα — πλείων — ζωοδότειρα — λευτεριά — καθαυτό — θρίξ — καπνόφυλλο — μασκαράς — τετραθέσιος — μολυβδουργία — σπουδαγμένος — υφηγητικός — ανιλίνη — αστράπτω — βυτιοποιός — χαράτσι — ξασχημίζω — αντειρηνυκός |
|||