|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово λιοτριβειό? — — ακουστός — ελευθεριάζων — χώμος — συναυτουργός — λουμπουνιάζω — άρατα-πέρατα — κουφάρι — διαδρομεύς — παλιάλογο — αορτήρας — ψευδευλογία — ανυφαίνω — διάχωση — υπεράγαθος — προβατοκάμηλος — χοιρίδιον — ουροδοχείο — κακοσούρης — κλούφι — εβδομηκοντούτης — εξάωρο |
|||