|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ζαφειρόπετρα? — — πρωταρχίνισμα — διάκλυσμα — φυσικό — γεωγραφικός — δόγισσα — υδροχρωματίζω — ακαλωσύνευτος — δρυοκόπος — εξαθλίωση — πρωτόπειρος — ευρέτης — αποξυλιάζω — απολεπισμένος — ανάπαλος — αποπροίκι — εμπορικό — καλαμώνας — βαρέλα — ρέγγος — ουρανολογία — αφέτης |
|||