|
1. эгинский; 2. мн.ч. : τά ~α — фисташки #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово эгинский? — αιγινήτικος как с (ново)греческого переводится слово αιγινήτικος? — эгинский — μισοτιμής — σταυροδρόμι — μικρομετρία — ανεμοστοιβή — καθόλου — ταχυπλοώ — παπιόν — ανασεισμός — αναφομοίωτος — αβολιά — φρασεολογικός — φουστίτσα — κάνναβις — παροξύνω — συντεχνίτισσα — γυφτουλασιά — άγουρα — μελιχρός — εφτάδυμος — λιανικίός — ξεγνέθω |
|||