|
η биол. овогенез #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово овогенез? — ωογενεσία как с (ново)греческого переводится слово ωογενεσία? — овогенез — διορθωτήρας — ταπέτο — μαστέλλος — φραγκοσυκιά — ανακογχυλιάζω — οινομανής — υποθυρεοειδισμός — δυσειδής — θρησκευτικότητα — άγγιχτος — κίων — απεικασμός — δεκαοκτοετής — προανάφλεξη — ακόνισμα — νυφίτσα — ερμητισμός — Πρωτομαρτιά — κουβεντιασμένη — κνικάτος — τρίσβαθος |
|||