|
ο 1) консул; 2) причина, виновник; η θύελλα έγινε ~ σοβαρών ζημιών — [phrase]гроза причинила большой ущерб[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово консул? — πρόξενος как на (ново)греческом будет слово причина? — πρόξενος как на (ново)греческом будет слово виновник? — πρόξενος как с (ново)греческого переводится слово πρόξενος? — консул, причина, виновник — γδαρμένος — υδροτροπισμός — ενιαχού — νευρασθενής — διοικών — διαπαιδαγωγώ — μηλειός — περιεσκεμμένος — ξετσιπώνω — ασημωτός — σαπουνόπετρα — δυστυχάω — μαρασμώδης — Λεττονός — ασυνέχιστος — απόζουμο — περιληπτικά — εθελοτυφλία — μαγιασίλι — διαψύχω — συνδικαλιστικός |
|||