|
прям., перен. реветь, рычать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово реветь? — βρουχίζω как на (ново)греческом будет слово рычать? — βρουχίζω как с (ново)греческого переводится слово βρουχίζω? — реветь, рычать — αρακάς — κλωτσοπατινάδα — ορθοδοντική — αξεφύτρωτος — μεταδίδομαι — Τσεχοσλοβακία — απαλός — εύκολα — συνήθειο — αιωρούμαι — δοξαρωτός — ελικοδρόμιο — λαιμόπονος — ανασχετός — σεκοντάρισμα — ανάρδευτος — κατασταίνω — αλλοτροπία — φρουτοθεραπεία — καταφατικός — ενιαυτός |
|||