|
ходить по канату #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ходить по канату? — πεταυρίζω как с (ново)греческого переводится слово πεταυρίζω? — ходить по канату — χαμαίφυτο — αδιάπρακτος — αξεμολόγητος — πολύγραμμος — αρμέχτρα — προσήλωση — προθεματικός — φλεκτήρας — αποσαλεύω — ραδιοτηλεγραφητής — εναργέστερα — μινιστέριον — λαμπαδηφορώ — ζηλότυπος — δισπέντσα — διώχνω — αγριοθώρημα — αρρενομίκτης — σπεκουλάτσια — προγραμματίζω — ξεμούχλιασμα |
|||