|
παθ. αόρ. от διατείνω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово διετάθην? — — χαλκέντερος — ισχύω — ασκανδάλιστος — καπιταλίστρια — φόρον — παραγγελιά — αλεκτρυονικός — παραμπρός — εκδίκηση — ανάσβολος — βερμπαλιστικά — απολογητής — απόγυρα — πουστρόνι — ανεξέργαστος — τσαμπουνοφυλάκα — σκυτάλη — περιπατητής — ξεμεθώ — ύδραρθρος — πορφυρογέννητος |
|||