Новогреческий словарь
μινούτο
μινούτο
το
минута
;
===
στό ~ — в одну минуту
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
минута
? —
μινούτο
как с
(ново)греческого
переводится слово
μινούτο
? — минута
#
(ново)греческий словарь
—
σταύρωση
—
αρματωσιά
—
καπιταλιστής
—
αυταρχικότης
—
κοχλιοφόρος
—
διαφιλονείκηση
—
αλειμματιάρης
—
αναβροντώ
—
πατριωτάκι
—
άπατα
—
ολόλαμπρος
—
χειροσκοπία
—
λιθοκόλληση
—
γύφταρος
—
βυρσοδέψης
—
μπαινοβγαίνω
—
κατραμώνω
—
ατυχία
—
εισιτήριο
—
αναρρωτήριο
—
ψυχραντικός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве