|
содержащий глицерин, глицериновый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово содержащий глицерин? — γλυκέρινούχος как на (ново)греческом будет слово глицериновый? — γλυκέρινούχος как с (ново)греческого переводится слово γλυκέρινούχος? — содержащий глицерин, глицериновый — μαχαιρένιος — προσλαλιά — ανταλλαγή — δεντρούλι — πεσκέσι — συζητάω — διαχωρίζομαι — αφοπλιστικός — δικαιολογώ — μαστιγώνω — βεντέττα — σάστισμα — ακαινοτόμητος — λιγοψυχώ — δεκαεννέα — χυδαιολόγος — Κολωνάκι — σαγματοποιός — αρνοκοπή — γούτος — υδρονέφρωση |
|||