|
стеклографировать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово стеклографировать? — υαλογραφώ как с (ново)греческого переводится слово υαλογραφώ? — стеклографировать — κυτταρολογικός — γνεφοκοπώ — μαυράκι — γεροντολόγο — δανειακός — ουκ — εθιμοτυπικά — φοιτήτρια — αρφάδι — γαλακτοποτώ — εικονόφιλος — βλαισόχειρ — ξαρμυρισμένος — αιτίασις — ανενεργοποιώ — αεριοποιώ — ξώ — παπαδολόγι — αμπολή — Αιγυπτιώτης — γίδι |
|||