|
ο лесничий #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово лесничий? — δασάρχης как с (ново)греческого переводится слово δασάρχης? — лесничий — μωομεθανικός — θήλυς — αμπελοφύλακας — συναγελασμός — τζουτζές — απιδίτης — ξόδι — γενολόγι — δίσεχτος — τεκτονισμός — νυκτωδία — διάπλατα — ακροβάτις — αετιδεύς — αντίδι — θρουβαλίζω — αήθης — κατηγορητήριο — τερματικός — παρατσούκλι — γαλλόνι |
|||