|
подпирать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово подпирать? — αναστυλώνω как с (ново)греческого переводится слово αναστυλώνω? — подпирать — κλώσιμο — απομάζωμα — αστοίχειωτος — καμπανέλλα — καλαμπουριστής — φαρμακεμπορείο — αναπήδηση — δασμολογία — βεζιγάντι — καταπάνω — σαρακοστιάτικα — ξεμυαλιστής — πολιτιστικά — επανεκδίδω — κώμη — ακριβοθυγατέρα — κατραμόπανο — περίτεχνος — λεμονύς — προγνωστικός — αγηροκόμητος |
|||