Новогреческий словарь
λαμπριάτικος
λαμπριάτικ|ος
пасхальный
;
~α ρούχα — праздничная, пасхальная одежда
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
пасхальный
? —
λαμπριάτικος
как с
(ново)греческого
переводится слово
λαμπριάτικος
? — пасхальный
#
(ново)греческий словарь
—
πλειοψηφία
—
φλεγματώδης
—
απόκτηση
—
αιγόδερμα
—
αναστολέας
—
βασιλόφρων
—
ευψυχία
—
κοκαλένιος
—
επιγραφολόγος
—
αντίψυχο
—
εκφέρομαι
—
ακεφος
—
αξετίμωτος
—
μεσοβορρας
—
μονιμοποιούμαι
—
γκοσσίζω
—
πογκρόμ
—
δορστοφόρος
—
σακχαρότευτλο
—
γοργοκινησιά
—
επιθάνατος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве