|
округлять, закруглять (углы и т. п.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово округлять? — αποστρογγυλώνω как на (ново)греческом будет слово закруглять? — αποστρογγυλώνω как с (ново)греческого переводится слово αποστρογγυλώνω? — округлять, закруглять — αποτείνομαι — γιωμένος — σερνάμενος — προπάτορας — ανδραγαθικός — παρακλέβω — αντικαρκινικός — εκγλυφή — λουσμένος — μπεκιάρικος — θρούς — ωμοπλατοσκοπία — τσακμακίζω — μπογιατζής — γεωχημεία — δενδροτόμηση — διαπυρώνω — αποδιώκω — στυφτικότητα — φασκιά — ωφέλημα |
|||