|
ο древесный уголь #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово древесный уголь? — ξυλάνθρακας как с (ново)греческого переводится слово ξυλάνθρακας? — древесный уголь — ξύπνημα — ξανθό — μουσικοσυνθέτις — ριζώνω — ομόγλωσσος — λελούδι — ρομβικός — καφεκούτι — παιδισμός — αυτοδιορισμός — ανοξαιμία — νεκρολαγνεία — αριστερόχειρας — γκέκας — θυμώ — αποκλώθω — αβυθομέτρητος — ξαγοράζω — αμυλαλκοόλη — αναδένω — χορτάρι |
|||