|
αόρ. от υπέχω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово υπέσχον? — — πηγεμός — κρινολίνο — ώχηστρα — τσαγκαροσούβλι — περισκελίς — ηλεκτροεγκεφαλογράφημα — κλινικώς — εφταετία — περνώ — λουτροθεραπεία — διατοιχισμός — μυξούλα — μποτίλια — γιασουμάκι — εμβόλευση — βιδωτήρι — εκπίεσμα — αρχειομαρξισμός — σκωτικός — χάβρα — απαργιάζω |
|||