|
лингв. свистящий; #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово свистящий? — συριστός как с (ново)греческого переводится слово συριστός? — свистящий — Κοκκινοσκουφίτσα — κουζινάκι — συσπουδάζω — φυγόπονος — φιλοδοξώ — μαστοράκι — εκκολαπτήριο — δυσκινησία — προεόρτιο — φανταχτικός — γκαϊδίζω — εφεκτικός — καλαθοποιός — ελληνικά — ιχνογράφημα — ρεμβός — συγκυριακώς — ευπειθής — αντιοφροδισιακός — δαχτυλιά — ξενοδόχος |
|||