|
иметь противоположное мнение #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово иметь противоположное мнение? — εναντιογνωμώ как с (ново)греческого переводится слово εναντιογνωμώ? — иметь противоположное мнение — κανοναρχίζω — Κουρούπης — συνορίτης — ξιφοποιός — μαζαλίς — χαλκογραφία — στόχασμα — αυτοσύστατος — ασπρορρουχού — ελαιοφάγος — αναστήλωση — επιβλητικότητα — πρυμάτσα — τελείωση — προκαταβολικός — ομορφάντρας — βραδινό — χείμεθλον — συβαριτισμός — ευμορφοκαμωμένος — ασκόλαστος |
|||