|
решительно #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово решительно? — ανενδοίαστα как с (ново)греческого переводится слово ανενδοίαστα? — решительно — νηπιαγωγείο — βατράχένιος — εξοδεύομαι — γναφέας — διακαινήσιμος — μανιοκατάθλιψη — παρωρίτης — καταλαμβάνω — ελειογενής — αρταίνω — ρωτώ — εντερογραφία — Αγαθόφυτο — ξυλοπάσσαλος — χρονολογικός — διπλοθεμελιώνω — δεκαπενταμερία — ακαυχησία — τσίχλα — ελαιόδεντρο — βιβλιογνωσία |
|||