|
η вершина горы #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вершина горы? — βουνοκορφή как с (ново)греческого переводится слово βουνοκορφή? — вершина горы — επιθεώρηση — χλωρασιά — διεξέρχομαι — μπαμπακιάζω — μότο — αλευροποίηση — επιχωματίζω — σαλιγκαράκι — αγκιστρώνω — επήρεια — αηδής — σαυροειδή — εσωτερικό — μπουχτίζω — εφηλίς — βανανέα — μεσομύιος — ηγεμονίσκος — — Θεσσαλονικιά — σπονδυλίτιδα |
|||