|
ο весовщик #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово весовщик? — ζυγιστής как с (ново)греческого переводится слово ζυγιστής? — весовщик — απιλογιέμαι — ενδότερος — ευδιάβατος — υδρομετρία — συσταίνω — χειρονομώ — εναλλάξ — ταυτότητα — διαδρομεύω — εγκλωβισμός — λούστρος — λιγδώνω — μετρονομικός — υποκαθίσταμαι — κρημνίζω — ασυμπίεστος — χαχαμίκος — κάρπισμα — διακοπή — παρονομάζω — θεσπισμένος |
|||