|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ανθρωπολογικά? — — αμπάρωτος — άντικρυς — ιασμέλαιο — δύστροπος — πόρνη — επιχειρηματολογία — βοθύβιος — ανεπιμιξία — δεκαρολόγος — αντιμεταθέτω — Χριστιανός — εξάνθημα — μαυροπίνακας — ψώριασμα — — βρόμικος — ελεφαντόδοντο — χρωμόσωμα — κουμποθηλειά — απλευστος — γελαστά |
|||