|
η фарм. кофеин #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово кофеин? — καφεΐνη как с (ново)греческого переводится слово καφεΐνη? — кофеин — γαργαλίζομαι — βιογεωγραφία — αδήμευτος — γιδοκοπόπι — λογχισμός — γρούμπος — ουμανισμός — ετερογαμία — καταβιβάζω — ξυστρίζω — πεπονάκι — δίκιος — βοδινό — γενικά — χαμήλωμα — απίστευτος — παιδαγωγία — ψαρομάλλικος — ξάγρυπνος — ξέρω — ούρημα |
|||