Новогреческий словарь
γομπιασμένος
γομπιασμέν|ος
1)
согнувшийся
;
2)
гнойный
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
согнувшийся
? —
γομπιασμένος
как на
(ново)греческом
будет слово
гнойный
? —
γομπιασμένος
как с
(ново)греческого
переводится слово
γομπιασμένος
? — согнувшийся, гнойный
#
(ново)греческий словарь
—
μανταρίστρια
—
ξεμαλλιασμένος
—
θεοσέβεια
—
αρνόμαλλο
—
καψύλιο
—
περικεφαλαία
—
στρόμπος
—
φιλολογικός
—
νυκτερίς
—
ακόσμως
—
φιαλοειδής
—
αγιάτρευτος
—
εκφορητικός
—
αλισφακιά
—
επαναλαμβάνομαι
—
παλικαρισμός
—
σταφιδάμπελος
—
καθορισμός
—
κέντισμα
—
επευφημία
—
τσιπρομεζές
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве