|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово δοκιμαστικό? — — κρεββατώνω — κλεισιάδα — αραχνιά — τυροποιία — ακούμπωτος — κόνδωρ — γρανιτόστρωτος — καταματωμένος — κορδακισμός — γεφυροθοποιός — νέκταρ — πραγματικός — ξεσπαθώνω — παραφτασμένος — βοσκάω — λινόχρωμος — αποκεφάλιση — μεταποιητός — εθνοπρόβλητος — αρνίσιος — στεγάσιμος |
|||