|
το : μεραδούλι-μεροφάγι — жить одним днём, что заработал(__,__) то и проел #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово μεροφάγι? — — ξεκαβαλλίκευμα — συγκατάβαση — φθίση — ενδοεπικοινωνία — αμπάριασμα — αψιώνω — τελωνιακός — παραπανιστός — βαμβακέμπορος — αναμελιά — πυώδης — καπνοπρατήριο — αλάνθαστος — θεοκατάρατος — διανυκτερεύων — τσομπαναριό — απάλευτος — γλωσσοκομπιάζω — ρετουσάρισμα — ισότιμος — φαβιανός |
|||