μεροφάγι

формы словаβ
μεροφάγι
το :
          μεραδούλι-μεροφάγι — жить одним днём, что заработал(__,__) то и проел



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово μεροφάγι? —


ξεκαβαλλίκευμασυγκατάβασηφθίσηενδοεπικοινωνίααμπάριασμααψιώνωτελωνιακόςπαραπανιστόςβαμβακέμποροςαναμελιάπυώδηςκαπνοπρατήριοαλάνθαστοςθεοκατάρατοςδιανυκτερεύωντσομπαναριόαπάλευτοςγλωσσοκομπιάζωρετουσάρισμαισότιμοςφαβιανός




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit