|
το эвкалиптовое масло #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово эвкалиптовое масло? — ευκαλυπτέλαιον как с (ново)греческого переводится слово ευκαλυπτέλαιον? — эвкалиптовое масло — διδάσκω — λουστραρίζω — συχωρνάω — γναθιαίος — θερμοπαρακαλώ — εκποιημένος — ξενηλάτης — νιώθω — αγγελοκρουσμένος — καπάρο — τοίχωμα — συνηγορώ — κεφαλιάτικο — αναγουλιασμένος — δέντρινος — ισημερινός — άφρισμα — μηχανουργός — ζωοκλέφτης — ενοποιώ — ορτσάρω |
|||