|
телеметрический #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово телеметрический? — τηλεμετρικός как с (ново)греческого переводится слово τηλεμετρικός? — телеметрический — σφαιροβόλος — νευροπαθολογία — δισεκατομμυριούχος — λιψός — εμβάπτω — έρεβος — αναίμακτος — αλληλοδιδασκαλία — επιλογικός — μαλάκισμα — γυναίκα — εκζεματώδης — περιφρούρηση — κουβέλλι — γλυκαχός — κοσμηματοπώλις — ευκολοπέραστος — μυρμηκιώ — απαράδοτος — αυτόφοτος — αντιπροσαγόρευση |
|||