|
однотипный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово однотипный? — ομοιότυπος как с (ново)греческого переводится слово ομοιότυπος? — однотипный — επιβολέας — ασκωρίαστος — μαστοειδής — πολυπραγμοσύνη — μεσόζωα — ακαταφρόνητος — εξαλμύρισμα — υπερηκοΐα — ιχθυοτροφικός — μισοανοίγω — εύδρομος — προσβεβλημένος — βατώδης — αιμοδυναμική — τήγμα — ποδόσφαιρο — θρηνώ — βριξιά — χιμώ — κολπάκι — αξαστέρωτος |
|||