|
η прям., перен. близорукость #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово близорукость? — κοντοφθαλμία как с (ново)греческого переводится слово κοντοφθαλμία? — близорукость — γούμενος — υποδειγματικός — αυτοκίνηση — ανθυπομειδιώ — τορπιλλοβλητικός — εγνοιάζομαι — προαγωγεία — αλεπονοριά — βαριόμοιρος — πουλάρι — παραδρομή — υμνήτρια — επαχθής — σταματώ — βιβλιοταξία — γελασίναι — ευεξάλειπτος — αρνά — τραβώ — δικανίκο — παρατυπία |
|||