|
безопасный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово безопасный? — ακίνδυνος как с (ново)греческого переводится слово ακίνδυνος? — безопасный — σινιάλο — ακέδρωτος — αντιμέτρηση — χρωματοποιός — ακατονάλωτος — ξεφούντωτος — ωογενής — ακαμάτως — τροχίζω — παπατρέχας — ψιλά — ευειδής — κακομοιρούλης — δυσχρηστία — υφαντήριο — χωριατομαθημένος — συναχώνομαι — χαλκόχροια — διφθέρο — σύστρεψις — καρπωτής |
|||