|
το кутья; === μέ ξένα ~ — за счёт других, на чужой счёт #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово кутья? — κόλλυβο как с (ново)греческого переводится слово κόλλυβο? — кутья — πρεσβυωπία — επαφή — ανθρωπολατρία — ορνιθολογικός — κλωτσοπατώ — διολίσθηση — ηλιολατρεία — λέβιο — αύλαξ — χαρτοβιβλιοπωλείο — εμφραξη — δρολάπι — βολβώδης — νέθω — παρρησία — παντοκράτορας — πλαδαρός — πονοκεφαλιά — νοσσάς — αλετρόχερο — ελλύχνιον |
|||